ανάριμμα

ανάριμμα
το
1. αυτό που ρίχνεται (π.χ. λιθάρι)
2. που πετιέται, απορρίμματα, μπάζα
3. ανάστημα, παράστημα, κορμοστασιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”